Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασκάλωτος, -η, -ο [askálotos]
- ① agric not terraced, unterraced (ant σκαλωτός):
- ασκάλωτη πλαγιά
- ② not caught or fastened on sth, free (ant σκαλωμένος):
- το σκοινί ήταν ασκάλωτο και έπεσε
- ③ fig not entangled by difficulties or impediments, unhindered:
- ασκάλωτη δουλειά, επιχείρηση
[cpd w. σκαλωτός (: σκαλώνω)]
- ① agric not terraced, unterraced (ant σκαλωτός):