Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασιατισμός [asiatizmós] ο, (L)
- behavior or quality imitative of the Asians or Asian style (near-syn ασιανισμός):
- ανόθευτος ~(της Tουρκίας) |
- μουσικός ~
[fr kath (neol: Koumanoudis) ασιατισμός, der of kath ασιατίζω]
- behavior or quality imitative of the Asians or Asian style (near-syn ασιανισμός):