Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρύβαλλος [arívalos] ο, (L) arche.
- globular oil- or wine-flask having a short neck, single handle, small orifice, and flaring lip, aryballos:
- πήλινος, σφαιρικός, χάλκινος ~ |
- ο γυμνός μικρός δούλος .. στο αριστερό κρατεί έναν αρύβαλλο (Karouzou) |
- αρύβαλλοι, κοτύλες και πρωτοκορινθιακά αγγεία είναι τα σπουδαιότερα εκθέματα αυτής της προθήκης (Varelas)
[fr kath αρύβαλλος ← Κ, ΑG ἀρύβαλλος]
- globular oil- or wine-flask having a short neck, single handle, small orifice, and flaring lip, aryballos: