Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρωματοδοχείο
1 εγγραφή
αρωματοδοχείο [aromato∂o ío] το, (L) arche.
  • pot or vase containing perfume or ointment, perfume pot:
    • στη θέση αυτή έχουν εκτεθεί διάφορα αγγεία, .. όπως δακρυδόχοι, αρωματοδοχεία κλ (DLazaridis)

[fr kath (neol) αρωματοδοχείον, cpd w. δοχείον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες