Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρωματοδοχείο [aromato∂o ío] το, (L) arche.
- pot or vase containing perfume or ointment, perfume pot:
- στη θέση αυτή έχουν εκτεθεί διάφορα αγγεία, .. όπως δακρυδόχοι, αρωματοδοχεία κλ (DLazaridis)
[fr kath (neol) αρωματοδοχείον, cpd w. δοχείον]
- pot or vase containing perfume or ointment, perfume pot: