Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: αρχοντολόι
1 item total
αρχοντολόι [arxondolόi] το, (& region. αρχοντολόγι) collect.
  • persons of noble birth or of distinguished social rank, nobility, gentry, aristocracy (syn αριστοκρατία, αρχοντιά 2a):
    • folkt με .. τους όμορφους μεζέδες που μαγέρευε, στην ταβέρνα αρχίνησε να 'ρχεται ούλο τ' ~(Loukatos) |
    • στο Πεδίο του Άρεως δεν πηγαίνει μόνο ο κοσμάκης· πηγαίνει και το ~ του τόπου (Petsalis) |
    • κάνουν το λαό να υποφέρει ..., για να καλοπερνάει τ' ~ (Sardelis) |
    • folks. κάλεσμα κάμνει ο βασιλιάς, κάλεσμα κάμνει αφέντης | κι όλους τους άρχοντες καλεί κι όλον τ' αρχοντολόγι (Bouvier)

[fr postmed αρχοντολόγι ← MG αρχοντολόγιν (Machaeras), cpd w. combin form -λόγιν]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go