Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχοντολόγιο
1 εγγραφή
αρχοντολόγιο [arxondolόyio] το, (L)
  • list of noblemen, peerage book [cpd w. combin form -λόγιο ← -λόγιον; cf απουσιολόγιο, δημοτολόγιο etc] S. αρχοντολόι.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες