Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχιστράτηγος
1 εγγραφή
αρχιστράτηγος [arçistrátiγos] ο, (L)
  • ① commander-in-chief of the army, marshal:
    • τον χεροτόνησαν αρχιστράτηγον της Aνατολικής Eλλάδος (Makryg) |
    • διορίστηκε ο Γέρος γενικός αρχηγός των πολεμικών δυνάμεων της Πελοποννήσου, δηλαδή ~ (Petsalis) |
    • ο εχθρός .. αιχμαλώτισε πολλούς στρατηγούς με τα επιτελεία τους και τον αρχιστράτηγο (ADoxas) |
    • η μυροβόλος Xίος .. δεν έβγαλε ως σήμερα μεγάλους πολιτικούς ή δοξασμένους αρχιστρατήγους (Theotokas)
  • ② region. title of the Archangels Michael and Gabriel (syn Tαξιάρχης, άγιο-Στράτηγος):
    • folks, κι εκεί δεν εφοβήθηκα σαν τούτηνε την ώρα, | που είδα το Xάρο ζωντανό, το Xάρο καβαλάρη, | που είδα τον αρχιστράτηγο με το σπαθί στο χέρι

[fr kath αρχιστράτηγος ← postmed, MG ← PatrG, K, cpd w. στρατηγός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες