Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρχίδι [arçí∂i] το, (& αρκίδι) usu pl αρχίδια τα,
- testicles, balls (syn αβγά 2, αμελέτητα, απαυτά 2c, αποτέτοια 2d, αχαμνά, λεγάμενα, L όρχεις):
- του πρήστηκε το αριστερό ~ |
- έφαγε κλοτσιά στ' αρχίδια |
- μαγείρεψε αρχίδια αρνήσια |
- phr άντρας μ' αρχίδια robust or brave man (syn βαρβάτος, syn phr άντρας με κότσια) |
- πολιτικός (στρατηγός etc) μ' αρχίδια very competent politician (general etc) (syn αρχιδάτος) |
- στ' αρχίδια μου! I don't give a shit! |
- μας γράφει στ' αρχίδια του he pays no notice to us, he ignores us (syn phr μας γράφει εκεί που δεν πιάνει μελάνη) |
- κλάσε μας τ' αρχίδια! kiss my ass! |
- (όλη μέρα) ξύνει τ' αρχίδια του he is idle (all day long) |
- νομίζει ότι έπιασε τον πάπα απ' τ' αρχίδια he thinks he is someone important
[fr postmed (Somavera), MG αρχίδι(ν) ← LK ορχίδιον, dimin of όρχις]
- testicles, balls (syn αβγά 2, αμελέτητα, απαυτά 2c, αποτέτοια 2d, αχαμνά, λεγάμενα, L όρχεις):
- αρχιδιάβολος [arçi∂jávolos] ο, relig
- commander of the devils (syn αρχισατανάς):
- arch-devil
[fr PatrG αρχιδιάβολος, cpd w. διάβολος]
- commander of the devils (syn αρχισατανάς):
- αρχιδιακονία [arçi∂iakonía] η, (sp. also Aρχιδιακονία) (L) Christ relig
- position or office of archdeacon, archdeaconry:
- εκεί μέσα στεγάζονται το Mέγα Συνοδικό, .. η Πρωτοσυγκελία, η Aρχιδιακονία κλ (Petsalis)
[fr kath (neol Koumanoudis) αρχιδιακονία, der of αρχιδιάκονος]
- position or office of archdeacon, archdeaconry:
- αρχιδιάκονος [arçi∂jákonos] ο, (sp. also Aρχιδιάκονος) (L) Christ relig
- archdeacon (syn αρχιδιάκος):
- κατά το τέλος του δεκάτου έκτου αιώνα .. αναφέρεται ως ~χειροτονείται έπειτα ιερέας, κλ (Vacalop) |
- ο περίφημος ~ Φώτιος παράστεκε την θρησκόληπτη τσαρίνα ψαλμωδώντας διάφορα τροπάρια (Roussos)
[fr kath αρχιδιάκονος ← postmed, MG ← PatrG (5th c), K (also pap), cpd w. διάκονος]
- archdeacon (syn αρχιδιάκος):
- αρχιδιάκος [arçi∂jákos] ο, Christ relig = αρχιδιάκονος
- :
- prov σαράντα χρόνια στο Πατριαρχείο και τον αρχιδιάκο δεν εγνώρισε
- he was at the Patriarchate for forty years and never got to meet the archdeacon, people who make no attempt to learn anything beyond their narrow interests
[cpd w. διάκος, which is der of διάκονος by change of PatrG (6th c.) διάκων]
- αρχιδιδάσκαλος [arçi∂i∂áskalos] ο, (L)
- very important or principal teacher (syn αρχιδάσκαλος):
- αναπτύσσει μια σαφή και συγκεκριμένη δράση ως ~της σχολής (Koumarianou) |
- έχουν σκορπιστεί σ' όλους τους χώρους του Eλληνισμού, για να μεταδώσουν όσα τους έμαθε ο ~ των Iωαννίνων (Frangos)
[fr kath αρχιδιδάσκαλος ← PatrG, cpd w. διδάσκαλος]
- very important or principal teacher (syn αρχιδάσκαλος):
- αρχιδικαστής [arçi∂ikastís] ο, (L)
- chief justice:
- εμφανίζεται στο προσκήνιο κατηγορηματικός σαν Άγγλος ~(Melas) |
- ο ~σας με ρώτησε ποιους έχω συνωμότες, συνεργούς (Petsalis) |
- πρώτος σε σοφία και πολιτική δύναμη ήταν ο μέγας λογοθέτης (πρωθυπουργός και ~) Π. (Kanellop)
[fr kath αρχιδικαστής ← K (also pap) 'chief judge', cpd w. δικαστής]
- chief justice:
- αρχιδιορθωτής [arçi∂iorθotís] ο, (L) typogr
- chief proof-reader:
- τέτοιο έργο πρόσφερε και ο I.Γ., ~στη Nέα Aκαδημία του Άλδου (Kanellop, adapted)
[fr kath (neol Koumanoudis) αρχιδιορθωτής, cpd w. διορθωτής]
- chief proof-reader: