Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρτηριοσκληρυντικός, -ή, -ό [artiriosklirindikós] (L) med
- of or pertaining to hardening of the arteries, arteriosclerotic (syn αρτηριοσκληρωτικός2 1):
- αρτηριοσκληρυντικές αλλοιώσεις
[fr kath (neol) αρτηριοσκληρυντικός, der of αρτηριοσκλήρυνση]
- of or pertaining to hardening of the arteries, arteriosclerotic (syn αρτηριοσκληρωτικός2 1):