Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρτηριοσκλήρωση [artiriosklírosi] η, (L)
- ① med hardening of the arteries, arteriosclerosis (syn αρτηριοσκλήρωση):
- να επεμβούμε αποτελεσματικά, για να δαμάσουμε την επιδημία που λέγεται ~ |
- η γυμναστική βοηθάει την καλύτερη κυκλοφορία του αίματος, που σημαίνει λιγότερη ~ |
- είχανε ~, δύσπνοια, μ' ένα λόγο στηθοστένεψη (Psichari)
- ② fig attachment to old-fashioned and inflexible ideas, imperviousness to change, ossification (near-syn απολίθωση 2b):
- πνευματική ~ |
- το Bυζάντιο και η Mεσαιωνική Eυρώπη πέθαναν από ~ (Evelpidis, adapted) |
- να τεθεί τέρμα στην ~, στη νάρκη και στον οικονομικοκοινωνικό μαρασμό (Kyriakidis)
[fr kath (neol Koumanoudis) αρτηριοσκλήρωσις (← ISV arteriosclerosis), cpd w. σκλήρωσις]
- ① med hardening of the arteries, arteriosclerosis (syn αρτηριοσκλήρωση):