Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρρώστια
6 εγγραφές [1 - 6]
αρρώστια [aróstja] η, (sp. also αρρώστεια & D αρρωστία & αρρωστιά)
:
  • παιδική, σωματική, ψυχική ~ |
  • βαριά ~ phr tuberculosis or syphilis |
  • ήταν άρρωστος από μια ~ του λάρυγγα, που τον εμπόδιζε να μιλά ομαλά (Theotokas) |
  • έμαθε να γιατρεύει τις άπειρες αρρώστιες, που μαστίζουν τους ανθρώπους (Penteas) |
  • ζει ακόμα με την ~του Πάρκινσον (Chatzigiannis) |
  • folks. πέφτω σ' αρρωστιά, σε κίνδυνο μεγάλο, | κράζω το γιατρό, τον πόνο μου να γιάνει (DPetrop)
  • ① psychological disorder:
    • έχει την ~να κάνει τον πλούσιο
  • ⓐ excessive preoccupation w., weakness, craze, mania, bug (near-syn ελάττωμα, μανία):
    • έχει την ~της πολιτικής |
    • η ~ του είναι τα χαρτιά και το ξενύχτι

[fr postmed, MG αρρώστια (bes αρρωστία & αρρωστιά) ← K (also pap), AG ἀρρωστία]

αρρωστιάρα [arostjára] η,
  • woman disposed to sickness, sickly woman:
    • θέλει ασύγκριτα λιγότερα για να ευημερεί απ' την άλλη εκείνη ~,που κάνει όλες τις δουλειές του σπιτιού με πληρωμένα χέρια (Katsigra)

[substantiv. f of αρρωστιάρης2]

αρρωστιάρης1 [arostjáris] ο,
  • sickly person:
    • σκουληκοφαγωμένα πατερά ξεχώριζαν από τις πέτρες των τοίχων σαν αποστήματα σε πρόσωπο αρρωστιάρη (Palam) |
    • ο φτωχός, ο ~ κλ εμποδίζεται να είναι ευδαίμων (Tatakis)

[substantiv. m of αρρωστιάρης2]

αρρωστιάρης2, -α, -ικο [arostjáris]
  • ① disposed to sickness, habitually sick, sickly, weak (syn αρρωστιάρικος 1, L ασθενικός, near-syn καχεκτικός):
    • ~άνθρωπος, γυναίκα αρρωστιάρα, παιδί αρρωστιάρικο, δέντρο αρρωστιάρικο, σταφύλι αρρωστιάρικο |
    • folkt από τότε που γεννήθηκε η κόρη του βασιλιά ήταν αρρωστιάρα |
    • ήρθε λιγνός, ~, φαγωμένος από την προσευχή και τη νήστεια (Kazantz) |
    • οι νέοι, όταν είναι αρρωστιάρηδες, μπορεί να ζητήσουν νωρίτερα την επιστροφή τους στο χωριό (Evelpidis) |
    • αν οι γονιοί είναι αρρωστιάρηδες, τέτοια θα είναι και τα παιδιά (Saratsis)
  • ② fig dim, faint (syn αδύνατος, L αμυδρός):
    • αρρωστιάρικο φως

[fr postmed (Somavera) αρρωστιάρης, der of αρρωστία w. suff -άρης]

αρρωστιάρικα [arostjárika] adv
  • in a sickly manner, morbidly (syn L ασθενικά):
    • να δυο μέλισσες στο τζάμι μου, που αργοκινιένται σιωπηλά και ~(Proussis)

[der of αρρωστιάρικος]

αρρωστιάρικος, -η, -ο [arostjárikos]
  • ① disposed to sickness, habitually sick, sickly, weak (syn in αρρωστιάρης2):
    • τη ρώτησε πώς γίνεται τα δικά της παιδιά, που καλοτρώνε, να είναι αρρωστιάρικα (Loukatos) |
    • τ' αρρωστιάρικα παιδιά τα σκότωνε αμέσως (ChZalokostas, adapted) |
    • η αστυκτηνιατρική υπηρεσία μας φυλάει από άρρωστα ή αρρωστιάρικα ή γέρικα ζώα (Saratsis)
  • ⓐ caused by, or indicative of, sickness, sickly (syn in αρρωστημένος2 1b):
    • αρρωστιάρικη πνοή |
    • τα πλευρά του ξεχώριζαν με μιαν αρρωστιάρικην ασπρίλα (Lazaridis) |
    • πολλές αρρωστιάρικες καταστάσεις δεν έχουν αφορμές οργανικές, αλλά ψυχολογικές |
    • το άσθμα, τα έλκη κλ (Evelpidis)
  • ② bearing the marks of a sickly constitution, sickly, weak:
    • λιγνός, ~λαιμός |
    • αρρωστιάρικες μορφές |
    • poem είχα κάτι αρρωστιάρικα δάχτυλα, μέσα γλιστρούσε ανεπανόρθωτα το καθετί (Anagnostakis)
  • ⓑ fig pale or weak in appearance, lacking vigor, sickly (syn in αρρωστημένος2 2):
    • ~ήλιος, αρρωστιάρικα χαμόσπιτα |
    • ένα φύλλο καστανιάς κιτρινισμένο τράβηξε την προσοχή του με τη θλιβερή, αρρωστιάρικη υποβλητική του εμφάνιση (Evangelidis) |
    • όλοι κάθονταν γύρω γύρω φέρνοντας ορθό στα χέρια τους το αρρωστιάρικο άνθος της ανίας (Tsitseli) |
    • folks. βρε κάμπε αρρωστιάρικε, βρε κάμπε μαραζιάρη, | με τη δική μου λεβεντιά να στολιστείς γυρεύεις; (NPolitis)
  • ③ sick, morbid, abnormal (syn in αρρωστημένος 4):
    • ευαισθησία ασυνήθιστη και σχεδόν αρρωστιάρικη συναισθηματικότητα ζευγαρώνουνται με ακονισμένη εξυπνάδα κλ (Theodoridis) |
    • οι απωθημένες τάσεις, οι αρρωστιάρικες επιθυμίες του μίσους, της οργής κλ γίνονται όπλα φοβερά (Evelpidis)

[fr postmed (Somavera) αρρωστιάρικος, der of αρρωστιάρης w. suff -ικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες