Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρρωστημένος
2 εγγραφές [1 - 2]
αρρωστημένος1 [arostiménos] ο, (& αρρωστεμένος)
  • ① sick person, patient (syn άρρωστος1, L ασθενής1):
    • είναι πολλοί αρρωστημένοι, που κείτονται κίτρινοι ωσάν αποθαμένοι (Petsalis) |
    • ένα ξένο καΐκι τον επήγε σ' ένα νησί, που βρισκόταν κι άλλοι αρρωστεμένοι (Zappas)
  • ② morally sick, depraved, or corrupt person:
    • εκείνο που την εποχή του Baudelaire ήταν το προνόμιο των άπληστων, των αρρωστημένων, των ανικανοποίητων, απλώνεται τώρα καθώς το κύμα (Panagiotop)

[fr postmed (Somavera), MG ο αρρωστημένος, substantiv. m of αρρωστημένος2]

αρρωστημένος2, -η, -ο [arostiménos] (& αρρωστεμένος) (Panagiotop,
  • Petsalis, Floros)
  • ① afflicted w. illness, sick, diseased, ailing (syn άρρωστος2 1, L ασθενής2):
    • αρρωστημένη καρδιά |
    • αρρωστημένο κορμί, αρρωστημένα νεύρα |
    • βαριά ~ |
    • γελούσα βλέποντας να λαχταρούν τ' αρρωστημένα κρέατά μου (Karkavitsas) |
    • στο αρχοντικό κατοικούσε μια αρρωστημένη γριά, που έβηχε (Ouranis) |
    • έξω από το σπίτι μου είναι τ' αρρωστημένα άλογα, που κουβαλάνε απ' το μέτωπο (LAkritas) |
    • αν κατορθωθεί να μείνει η Mεσόγειος απλώς λίγο αρρωστημένη, κάτι θα είναι κι αυτό (Papadoukas) |
    • folks. αρρωστημένο μ' ηύρανε, ξαρμάτωτο στο στρώμα (NPolitis)
  • ⓐ caused by or indicative of sickness, sick (syn αρρωστιάρικος 1b, άρρωστος2 1b):
    • αρρωστημένα γυρίσματα και τριγυρίσματα στο κρεβάτι της αγρύπνιας (Palam) |
    • εκοιμότανε πάλε, με τον αρρωστημένο ύπνο που βάσταγε μέρα νύχτα (Pasagiannis) |
    • poem .. ξεσπώ | σ' ένα βαρύ κι αρρωστημένο θρήνο (Myrtiotissa)
  • ② pale or sick in appearance, weak, sickly, sallow (syn αρρωστιάρικος 2b, άρρωστος2 2, ασθενής2, L καχεκτικός, ωχρός, κιτρινιάρικος):
    • αρωστημένη όψη, αρρωστημένο βλέμμα |
    • αρρωστημένα χρώματα |
    • έβγαινε ένας χλεμπονιάρης, ένας αρρωστεμένος ήλιος (Petsalis) |
    • poem .. έπεσε τ' αρρωστημένο φως στη ρημαγμένη απλάδα (Kazantz Od 22.476)
  • ⓑ diseased, weakened, underdeveloped, sick:
    • αρρωστημένα λαχανικά, φρούτα |
    • από τα περίσσια έλατα, τα αρρωστεμένα, γέρικα, προμηθεύονται άφθονο υλικό για κάψιμο (Floros)
  • ③ carrying sickness, disease-ridden, insalubrious, noxious (syn L ανθυγιεινός, νοσηρός):
    • έφερναν τους φτερωτούς ταξιδιώτες ανάμεσα από σκοτεινούς δρυμούς και αρρωστημένους βάλτους (Karkavitsas) |
    • το κλίμα γινόταν επικίνδυνο το καλοκαίρι από τις αρρωστημένες αναθυμιάσεις των βάλτων (Panagiotop)
  • ④ fig emotionally disordered, sick, diseased, depraved (syn αρρωστιάρικος 3, άρρωστος2 3, L νοσηρός):
    • ~εγωκεντρισμός, φανατισμός |
    • αρρωστημένη ηδονή, ιδέα, σεξουαλικότητα, φαντασία, ψυχοσύνθεση |
    • αυτός ο καθηγητής ήταν ένας ~ άνθρωπος γεμάτος απωθημένα πάθη (Tsatsos) |
    • αποτολμήσανε να πούνε ότι αγαπούσε τάχα έναν ξάδερφό της· αρρωστημένα πράματα (Petsalis) |
    • μπορεί να είναι χίλια πράματα ο ρομαντισμός και σιχαμερά και ανεδαφικά και αρρωστεμένα (Panagiotop) |
    • θέλησε να τραβηχτεί, να χαραμίσει στον άνεμο την αρρωστημένη ορμή (Karagatsis)
  • ⓒ diseased, abnormal, excessive (syn L νοσηρός):
    • αρρωστημένη ευαισθησία |
    • αρρωστημένη αύξηση των εισαγωγών |
    • η αναβίωση του ναζισμού οφείλεται σε μιαν αρρωστημένη εθνικιστική έξαρση |
    • μπροστά στη θέα αυτή νοιώθει κανείς την εφημερότητά του με μια ένταση αρρωστημένη (Ouranis)

[fr postmed, MG αρρωστημένος, bes -στεμένος, ppp of αρρωστένω (αρρωστώ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες