Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρραβωνιασμένος1 [aravonjazménos] ο, (& αρρεβωνιασμένος)
- ① affianced man (syn αρραβωνιαστικός):
- ο ~είχε αρχίσει να την ξαναδιηγιέται (την ιστορία) για χάρη μου (Plaskovitis) |
- η ήσκα του Γ. και το τραγούδι του K. του αρραβωνιασμένου πλουμίζανε τις βραδιές όλου εκείνου του καλοκαιριού (Lountemis) |
- folks. η μια πλένει τους άρρωστους, η άλλη τους παντρεμένους | κι η τρίτη η καλύτερη τους αρρεβωνιασμένους
- ② pl αρραβωνιασμένοι οι, betrothed, engaged or affianced couple (syn οι αρμαστοί):
- ο καθένας από τους αρραβωνιασμένους, αν διαλύσει τη μνηστεία χωρίς σπουδαίο λόγο, έχει υποχρέωση ν' αποζημιώσει τον άλλον (Christidis AK)
[substantiv. m of αρραβωνιασμένος2]
- ① affianced man (syn αρραβωνιαστικός):
- αρραβωνιασμένος2, -η, -ο [aravonjazménos] (& αρρεβωνιασμένος)
- affianced, engaged, betrothed (syn αρμοστός 3, αρμαστός, L μνηστευμένος):
- ο νόμος δεν επιτρέπει να υιοθετεί κανείς κορίτσια αρραβωνιασμένα (Evelpidis) |
- folks. εδώ κοιμάτ' αφέντης μας, τ' όμορφο παλληκάρι, | τ' όμορφο και τ' ανύμφευτο, το αρραβωνιασμένο (Theros) |
- poem τον τόπο είδα μελλούμενα πάλι Γραικούς γεμάτον | κ' εμέ την ίδια πάλι νια, πάλι αρρεβωνιασμένη (Athanas)
[fr postmed (Somavera), MG (Du Cange) αρραβωνιασμένος, ppp of αρραβωνιάζω]
- affianced, engaged, betrothed (syn αρμοστός 3, αρμαστός, L μνηστευμένος):