Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρραβωνιάρα [aravonjára] η, (D)
- fiancée (syn in αρραβωνιαστικιά):
- γουστάρει να κάνει δώρο στην ~μερικά πραματάκια (Tsiforos)
[f of dial αρραβωνιάρης (ρεβωνιάρης Salamina), der of αρραβώνας w. suff -ιάρης]
- fiancée (syn in αρραβωνιαστικιά):