Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρραβωνιάζω
1 εγγραφή
αρραβωνιάζω [aravonjázo] (& αρρεβωνιάζω) ipf αρραβώνιαζα, aor αρραβώνιασα (subj αρραβωνιάσω), pf & plupf έχω-είχα αρραβωνιάσει, έχω-είχα αρραβωνιασμένο, mi αρραβωνιάζομαι, ipf αρραβωνιαζόμουν, aor αρραβωνιάστηκα (subj αρραβωνιαστώ), pf & plupf έχω-είχα αρραβωνιαστεί, είμαι-ήμουν αρραβωνι
  • ① cause to be engaged, betroth s.o. to s.o. (syn L μνηστεύω):
    • ο βασιλιάς αρραβώνιασε το γιο του με την αρχοντοπούλα (Loukatos) |
    • δυο νέοι δεν μπορούσαν ν' αγαπιούνται, όταν οι γονείς τους τους αρραβώνιαζαν μόλις γίνονταν δέκα χρονώ (Evelpidis) |
    • το δικό μου τον είχαν έναν καιρό αρραβωνιάσει στανικώς στη Mεσαρά (Prevelakis) |
    • ο καπετάν Γιάννακας τον είχε αρρεβωνιασμένο με τη μοναχοδυχατέρα του (Vlami) |
    • folks. η μάνα σου κι η μάνα μου αντάμα κουβεντιάζουν, | εμάς τα δυο τα νιούτσικα να μας αρραβωνιάσουν (DPetrop)
  • ② usu mi αρραβωνιάζομαι get engaged (to s.o.) (syn αρραβωνίζω 2, L μνηστεύομαι):
    • ο ένας την αρραβώνιασε, τη χάρηκε, την απαράτησε· ο άλλος την έχει έτσι, αστεφάνωτη (Xenop) |
    • έτσι μου το έλεγε και η Mαρουλιώ μου, τον καιρό που την αρρεβώνιασα, πως με αγαπάει (GIoannou) |
    • πάνω στις δυο μέρες η Aγνή αρραβωνιαζόταν τον μεσίρη της Aχαΐας (Ouranis) |
    • αρχίσαμε πειράγματα και γέλια, πως τάχ' αρραβωνιάστηκαν οι δυο τους (KPolitis) |
    • folks. πάμε να σ' αρραβωνιαστώ κι η μάνα σ' ας μαλώνει (Passow)
  • ⓐ be engaged (to s.o.):
    • τον περίμενε στο παράθυρο, όπως πέρσι ακριβώς τέτοιον καιρό, που ήταν ακόμα αρραβωνιασμένη (Spandonidis) |
    • poem φύλαξε τα λουλούδια σου και πουθενά μην τα σκορπάς | αλλού απ' τον τάφο της μικρής, που είχ' αρρεβωνιασμένη! (Athanas)

[fr postmed, MG αρραβωνιάζω bes αρρεβωνιάζω (Chron. Mor.), der of αρραβώνας bes αρρεβώνας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες