Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρμενόπαπας
1 εγγραφή
αρμενόπαπας [armenόpapas] ο,
  • Armenian priest:
    • άρχισε τις βαθιές εκείνες αναποές που του είχε μάθει ο ~ |
    • ένας αρμένης παπάς που είχαμε γνωρίσει στο Aλγέρι, ένας ~, βίος και πολιτεία (id.)

[cpd w. παπάς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες