Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρμενοπούλα
1 εγγραφή
αρμενοπούλα [armenopúla] η,
  • Armenian girl or young woman (syn Aρμενιδοπούλα):
    • δεκαοχτώ ετών ~ |
    • folks. δεν έχει μάνα να τον δει, κύρη να τον κοιτάξει, | μόν' έχει τρεις Aρμένισσες και τρεις αρμενοπούλες (Thrace)

[der of Aρμένης w. suff -οπούλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες