Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρμενοπούλα [armenopúla] η,
- Armenian girl or young woman (syn Aρμενιδοπούλα):
- δεκαοχτώ ετών ~ |
- folks. δεν έχει μάνα να τον δει, κύρη να τον κοιτάξει, | μόν' έχει τρεις Aρμένισσες και τρεις αρμενοπούλες (Thrace)
[der of Aρμένης w. suff -οπούλα]
- Armenian girl or young woman (syn Aρμενιδοπούλα):