Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αριστερόχειρ
2 εγγραφές [1 - 2]
αριστερόχειρ [aristerό] ο, η, (L), pl αριστερόχειρες, (& D αριστερόχειρος, -η)
  • left-handed person, lefty (syn in απόζερβος 1):
    • ψαλίδι για αριστερόχειρες |
    • με τ' αριστερό χέρι πάλι (ήταν αριστερόχειρος) κρατώντας το αναμμένο καρφί, βύθισε τη μύτη του στην πληγή (PPapachristodoulou)

[fr kath αριστερόχειρ ← PatrG, LK ἀριστερόχειρ]

αριστεροχειρία [aristero] η, (L)
  • left-handedness

[fr kath (neol Koumanoudis) αριστεροχειρία, der of αριστερόχειρ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες