Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρβανιτοχώρι
1 εγγραφή
αρβανιτοχώρι [arvanitoxόri] το,
  • village inhabited by Albanians or members of formerly Albanian-speaking communities in Greece:
    • μητρική όμως είναι και τα αρβανίτικα στ' αρβανιτοχώρια μας (Palaiologos) |
    • ένα χωριάτη με βαριές κινήσεις και καστανά μάτια, .. απ' το γνώριμο τύπο που βρίσκει κανείς στ' αρβανιτοχώρια της Aττικής (Venezis) |
    • δεν έκαναν επανάσταση τ' αρβανιτοχώρια της Hπείρου; (Petsalis) |
    • δε βλέπω την ώρα να ξεκολλήσουμε απ' αυτό το άθλιο ~(TAthanasiadis)

[cpd w. -χώρι, this fr cpds in -χώριν ← -χώριον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες