Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αραιόμετρο
1 εγγραφή
αραιόμετρο [areόmetro] το, (L) phys
  • instrument for the measurement of density of liquids which are less dense than water, areometer, hydrometer (near-syn πυκνόμετρο)

[fr kath (neol Koumanoudis) αραιόμετρον ← ISV arὐomὠtre, cpd of αραιός & μέτρον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες