Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αραθυμώ
1 εγγραφή
αραθυμώ [araθimό] &, egion. ραθυμώ, αραθυμά, aor αραθύμησα,
  • wish strongly, crave, yearn (for) (syn λαχταρώ, ποθώ):
    • poem .. να μας θανατώσουν | αραθυμούν, σα να μην έφταναν οι τόσες αδικιές τους (Homer Od 22.264 Kaz-Kakr) |
    • .. ραθύμησα λεβεντονιό στα χόρτα ν' αγκαλιάσω (Kazantz Od 20.973)

[fr postmed, MG αραθυμώ, cpd w. AG (r)αθυμῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες