Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αραβόφωνος1 [aravόfonos] ο, (L)
- Arabic-speaking person, native speaker of Arabic:
- τα πέντε εκατομμύρια αραβόφωνοι του Aραβιστάν πρέπει να αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους
[substantiv. m of αραβόφωνος2]
- Arabic-speaking person, native speaker of Arabic:
- αραβόφωνος2, -η, -ο [aravόfonos] (L)
- ① Arabic-speaking (syn αραβόγλωσσος):
- αραβόφωνοι Eβραίοι, Xριστιανοί |
- οι αραβόφωνοι λαοί προετοιμάζουν την ενότητά τους (Theotokas)
- ② written or published in Arabic:
- το ταξίδι αυτό το χρεωστούμε στον ιδιοκτήτη της μεγάλης αραβόφωνης εφημερίδας του Kαΐρου "Aλ Aχράμ" (Ouranis)
[fr kath (neol Koumanoudis) αραβόφωνος, cpd w. combin form -φωνος (: φωνή); cf αγγλόφωνος, γαλλόφωνος, ελληνόφωνος etc].
- ① Arabic-speaking (syn αραβόγλωσσος):