Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αραβοκρατούμενος
1 εγγραφή
αραβοκρατούμενος, -η, -ο [aravokratúmenos] (L)
  • being under Arab occupation or rule:
    • οι Nορμανδοί, επεκτείνοντας το κράτος στην αραβοκρατούμενη Σικελία, έγιναν ένας μεγάλος κίνδυνος για τους αυτοκράτορες (Kanellop)

[fr kath (neol Koumanoudis) αραβοκρατούμενος, ppp of αραβοκρατούμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες