Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αραβισμός
1 εγγραφή
αραβισμός [aravizmós] ο, (L)
  • ① political or social movement stressing attachment to Arabic culture, Arabism:
    • η γραμμή που χάραξε το καθεστώς είναι ο ~και μάλιστα ο παναραβισμός (Theotokas, adapted)
  • ② traits characteristic of Arabs:
    • ο Iσπανός έχει όλη τη συνείδηση των αραβισμών του θυμού, αιφνίδιες ορμές, πάθη κλ (Papantoniou)
  • ③ lang word or expression deriving fr or imitating the Arabic language, Arabicism

[fr kath (neol Koumanoudis) αραβισμός, der of αραβίζω; cf Fr arabisme]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες