Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρέσκω
1 εγγραφή
αρέσκω [arésko] ipf άρεσκα, mi αρέσκομαι, ipf αρεσκόμουν
  • ① cause pleasure (to s.o.), strike one's fancy, please, be liked by (syn αρέσω 1):
    • συντρίβουν, αναποδογυρίζουν, σηκώνουν ό,τι τους αρέσκει (Demetrieis) |
    • η αντίθεση του κόκκινου χρώματος πάνω στην άσπρη επιφάνεια ασφαλώς θ' άρεσκε στον αρχαϊκό τεχνίτη (Charitonidis) |
    • εκείνα που του άρεσκαν μονάχα ήταν οι άγριοι καρποί των δέντρων (MNikolaidis)
  • ② mi αρέσκομαι, (L) take pleasure in, like, prefer, enjoy (syn ευχαριστιέμαι, syn phr μου αρέσει):
    • αρέσκεται να παίζει, να ρητορεύει |
    • αρέσκεται στις ακροβασίες, στα ερείπια, στις συζητήσεις |
    • αρέσκονται στο είδος πορνό |
    • πενηντάρηδες με χρήματα αρέσκονται στις μικρούλες |
    • οι Iνδοί αρέσκονται να πλαγιάζουν στο ύπαιθρο (Thrylos) |
    • αρέσκονται να επικαλούνται τη σπαρτιατική καταγωγή τους (Kanellop) |
    • ο περιηγητής αρέσκεται στις γραφικές ιδιοτροπίες της φύσης (Ouranis) |
    • η φιλοσοφική θεώρηση αρέσκεται να φαντάζεται ότι πλανάται υπεράνω τόπου και χρόνου (Lambridi) [fr postmed, MG αρέσκω ← PatrG, K (also pap), AG àρέσκω]. s. αρέσω
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες