Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αράθυμος1 [aráθimos] ο,
- irascible, irritable, or wrathful man:
- όταν ο κοινός λαός ξεσηκωνότανε κι αυτός, οι αράθυμοι, που 'χανε βάλει την αρχή, γινόταν αρχηγοί και καπετάνιοι του (Prevelakis) |
- poem κι ο ~τα φρύδια ζάρωσε και τον σαϊτοκοκιάζει (Kazantz Od 9.747)
[substantiv. m of αράθυμος2]
- irascible, irritable, or wrathful man:
- αράθυμος2, -η, -ο [aráθimos]
- ① irascible, wrathful, impassioned (syn L ευέξαπτος, οξύθυμος):
- ~γονιός, πολεμιστής, στρατός, χαρακτήρας |
- αράθυμη φοράδα, ψυχή |
- αράθυμο παιδί, στήθος |
- αράθυμα λόγια |
- "πες μας το λοιπόν;" φώναξε ανυπόμονα ο A., πάντα ~ (Karkavitsas) |
- λίγο έλειψε να τις δείρει, καθώς ήταν κι ~ άνθρωπος (Panagiotop) |
- πιστεύουν μονάχα στα νιάτα τ' αράθυμα, που πιπερίζουν αξεθύμαστα μέσα τους (id.) |
- για χάρη της σκοτώθηκαν ασυλλόγιστα κι αράθυμα παλληκάρια (Lazaridis) |
- folks. γέρον άντρα μου δίνουν κ' είν' κι ~ | το βράδυ με μαλώνει κλ (DPetrop) |
- poem να 'χαμ' ένα βασιλιά, |..| σέρτικο κι ~ | για να κάνει πόλεμο (Varnalis)
- ② slothful, lazy, languid (syn L νωθρός, ράθυμος):
- αράθυμη αντηλιά, αράθυμο πάτημα |
- τ' αλαφροκυμάτισμα σαλεύει με τον αράθυμο ρυθμό του το γιοφύρι (Gryparis, adapted) |
- poem θα 'μαστε .. | ~αχός ποιμενικής φλογέρας (Zevgoli) |
- όσο άπραγες κι αράθυμες κι αν είναι οι ώρες, | όμως περνάν κι αυτές κλ (Papatsonis)
[fr postmed, MG αράθυμος, cpd w. AG (r)άθυμος]
- ① irascible, wrathful, impassioned (syn L ευέξαπτος, οξύθυμος):