Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αράδωτος, -η, -ο [ará∂otos]
- unlined, unruled (syn αρίγωτος, αχαράκωτος, ant αραδωτός, ριγωμένος):
- αράδωτο τετράδιο, χαρτί
[der of αραδωτός w. shift of accent in place of *αναράδωτος; cf άγγιχτος, ανάπιαστος, αράδιαστος etc]
- unlined, unruled (syn αρίγωτος, αχαράκωτος, ant αραδωτός, ριγωμένος):
- αραδωτός, -ή, -ό [ara∂otós]
- lined, ruled, striped (syn γραμμωτός, ριγωμένος, ριγωτός, ant αράδωτος, αρίγωτος):
- ύφασμα, χαρτί αραδωτό
[fr postmed (18th c.) αραδωτός, der of *αραδώνω, this der of αράδα]
- lined, ruled, striped (syn γραμμωτός, ριγωμένος, ριγωτός, ant αράδωτος, αρίγωτος):