Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αράβδιστος, -η, -ο [aráv∂istos] (sp. also αρράβδιστος) (L)
- which has not been hit w. sticks (to cause the fruit to fall) (ant ραβδισμένος):
- αράβδιστα ελαιόδεντρα
[cpd w. *ραβδιστός (: ραβδίζω)]
- which has not been hit w. sticks (to cause the fruit to fall) (ant ραβδισμένος):