Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: από
2.032 εγγραφές [1 - 10]
από [apó] prep (& απ')
  • ① (movement or distance) fr:
    • έρχομαι ~ τα μαγαζιά, το χωράφι |
    • έρχομαι ~ της αδερφής μου I come fr my sister's |
    • έπεσε ~ το μπαλκόνι, τη σκάλα |
    • την έδιωξε ~ κοντά του |
    • phr ~ πόρτα σε πόρτα (or ~ σπίτι σε σπίτι) fr door to door |
    • απ' άκρη σ' άκρη fr one end to the other |
    • ~ στόμα σε στόμα fr one person to another, by word of mouth |
    • ~ πάππου προς πάππου fr generation to generation |
    • ~ πού κι ως πού; how come? |
    • απ' το στόμα σου και στου θεού τ' αφτί! (s. αφτί) |
    • τον έβγαλε ~ τη μέση he got rid of him (s. η μέση) |
    • prov phr ~ την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα said of incoherent or nonsensical speech or actions (syn phr άρες μάρες κουκουνάρες)
  • ⓐ (originating or deriving) fr:
    • ~ πού είσαι; where do you come fr? |
    • είμαι ~ την Kρήτη |
    • κατάγονται ~ την ίδια ράτσα |
    • δεν είχε συμπαράσταση ~ πουθενά |
    • δος του χαιρετίσματα ~ μέρους μου |
    • phr από θεού fr, or sent by, God (syn L θεόθεν) |
    • ~ πού (& αποπού) κρατάει η σκούφια του; where does he hail fr? |
    • κοπέλα ~ σπίτι a girl fr a good family |
    • άκουγε ~ μακριά τη βοή του πλήθους (Theotokas, adapted) |
    • οι φωνές του νερού σηκωνότανε απ' όλα τα σημεία, απ' όλες τις αποστάσεις (Myriv)
  • ⓑ (state or place) fr:
    • άρχισε ~ την αρχή, το τέλος |
    • παρακολούθησε το θέαμα ~ κοντά, το πλάι |
    • κρέμασε τη σημαία ~ το κλαδί |
    • ~ εθνική (αισθητική κλ) άποψη fr a national (esthetic etc) point of view |
    • ~ καρδιάς fr the heart, wholeheartedly |
    • απ' την κορφή ως τα νύχια fr head to toe, totally |
    • gnom το ψάρι βρωμάει απ' το κεφάλι the fish stinks fr the head, said of corrupt or unworthy leaders
  • ⓒ w. gen ~ δεκαετίας είναι εγκαταστημένος εδώ:
    • απ' αρχής fr the start (s. also απαρχής) |
    • ~ καταβολής κόσμου since the beginning of the world |
    • ~ περιωπής fr a distance, objectively or dispassionately |
    • μίλησε ~ χειρογράφου he spoke reading his write-up |
    • βομβάρδισε το χωριό ~ πελάγου |
    • πήγαμε ~ στεριάς |
    • έτσι είναι ~γεννησιμιού του |
    • ~ φυσικού του, e.g. είναι ~ φυσικού του ευγενικός |
    • ~ κεφαλιού του χάθηκε |
    • ~ εαυτού μου (σου, του, της etc) of one's own accord (syn αφεαυτού) |
    • να κάνεις κάτι ~ εαυτού σου, δίχως επιταγή (Sachinis) |
    • ~ σκοπού on purpose (s. σκοπός)
  • ⓓ w. nom ~ νέος, ~ μαθητής:
    • ~ μικρός φαινόταν πως θα προοδεύσει |
    • ~ μόνος του ενέργησε |
    • παραιτήθηκε ~ υπουργός |
    • prov phr ~ δήμαρχος κλητήρας (s. δήμαρχος) |
    • ο νέος άρχισε το στάδιό του ~ ποιητής (Palam)
  • ⓔ starting at, fr:
    • παπούτσια ~ χίλιες δραχμές και πάνω
  • ⓕ w. objects of verbs etc fr:
    • γλύτωσα ~ τα χέρια του |
    • φυλάξου απ' αυτόν |
    • διαφέρουν το ένα ~ το άλλο |
    • η πρόζα έχει χαρακτηριστικό τη διάκριση του υποκειμένου ~ το αντικείμενο (Dimaras)
  • ② (made) of:
    • ύφασμα ~ μαλλί |
    • έπιπλα ~ μαόνι |
    • καρδιά ~ μετάξι |
    • στήλη ~ γρανίτη
  • ⓖ region. από w. acc for gen of:
    • οι ήσκιοι απ' τα δέντρα |
    • τα κουδούνια απ' τις καμήλες (Venezis) |
    • τα γρανάζια ~ τις ρόδες (Vasilikos)
  • ⓗ among, of:
    • έχουμε απ' όλα στο κατάστημα |
    • ένας από τους βασικούς σκοπούς μας |
    • βγήκε ~ τους πρώτους στις εξετάσεις |
    • πολλοί απ' τους στρατιώτες κοιμήθηκαν μέσα στις λάσπες (Xefloudas)
  • ⓘ out of:
    • βγήκε ~ το δωμάτιο, το σπίτι |
    • θα βγάλουμε νερό απ' τη γη (Venezis) |
    • arithm τρία ~ πέντε ίσον (κάνει, είναι) δύο three fr five equals two, five take away three .. (syn πέντε πλην τρία ..)
  • ⓙ on account of, because of, fr (syn L εξαιτίας):
    • τρέμει ~ απελπισία, κακία, λαχτάρα, συγκίνηση, φόβο |
    • πετάει απ' τη χαρά του |
    • ίδρωσε ~ την ανηφοριά |
    • πέθαναν ~ το κρύο |
    • υποφέρει ~ φθίση |
    • phr δεν ιδρώνει το αφτί του ~ τέτοια (s. αφτί) |
    • prov η σκύλα ~ τη βιάση της γεννά στραβά κουτάβια (s. βιάση)
  • ⓚ fr, of:
    • πάθος γεμάτο ~ αγάπη |
    • πλάσματα στερημένα ~ σημασία |
    • θεωρία ανεξάρτητη ~ την πραγματικότητα |
    • ορφανός ~ πατέρα orphaned of his father |
    • έχουμε ανάγκη ~ ησυχία |
    • prov ~ σιγανό ποτάμι να φοβάσει (s. σιγανός)
  • ③ (action) by:
    • δολοφονήθηκε ~ γυναίκες |
    • χειροκροτήθηκε απ' το κοινό |
    • χωρίζονται ~ αντιθέσεις |
    • εμπνέεται ~ τη φύση |
    • phr (δεν) παίρνω ~ λόγια (not) to be moved or persuaded by words |
    • το δάσος είχε πλημμυρίσει ~ μυστήριο (Nirvanas)
  • ⓛ due to, by, fr:
    • σταμάτησε ~ ένστικτο |
    • πήραν θάρρος ~ τα λόγια του |
    • ευχαριστήθηκε ~ την υποδοχή |
    • phr την έχω πάρει ~ φόβο she frightens me
  • ⓜ w. the help of, by (syn με):
    • ~ την πρώτη γυναίκα του απόκτησε τρεις κόρες |
    • οι συγγραφείς ζουν ~ την πένα τους (Melas) |
    • το δίκιο μας θα το βρούμε ~ το σπαθί μας (Prevelakis)
  • ⓝ (point at which) by:
    • την έπιασε ~ το χέρι |
    • τον τράβηξε ~ το αφτί |
    • phr η γυναίκα του τον σέρνει ~ τη μύτη his wife leads him by the nose |
    • prov ο πνιγμένος απ' τα μαλλιά του πιάνεται (s. ο πνιγμένος) |
    • το πονηρό πουλί απ' τη μύτη πιάνεται (s. πονηρός)
  • ⓞ by, along, over, through:
    • πήγαμε ~ θάλασσα, το μονοπάτι |
    • πέρασε ~ την Aθήνα |
    • πέρνα ~ το σπίτι |
    • ~ εδώ, παρακαλώ! this way, please! |
    • δεν περίμενε να με δει ~ κείνα τα μέρη (Tsirkas) |
    • το λεωφορείο έκανε να περάσει απ' το άνοιγμα (Frangias)
  • ⓟ w. temporal expressions during, by:
    • θα συζητήσουμε το θέμα ~ βδομάδα (από Δευτέρα) we 'll discuss the subject next week (next Monday) |
    • folks. πού πας, Eλένη, ~ βραδυού, πού πας τώρα το βράδυ; (DPetrop)
  • ④ since, fr:
    • ~ πέρυσι, χτες |
    • ~ πολύ παλιά fr long ago |
    • ~ πριν fr before, beforehand |
    • ~ μωρό, ~ παιδί since he was a baby, a child (cf 1e) |
    • αριστοκράτης ~ κούνια an aristocrat fr the cradle |
    • ~ το 1960 και έπειτα |
    • ~ τώρα και στο εξής fr now onwards |
    • ~ καιρό σε καιρό fr time to time (syn κάποτε κάποτε, κάπου κάπου, πότε πότε) |
    • ~ τη μια μέρα στην άλλη fr one day to the next, rapidly and unexpectedly |
    • ~ μέρα σε μέρα any day now |
    • ~ στιγμή σε στιγμή 'id' |
    • δουλεύω ~ το πρωί |
    • τα νομίσματα χρονολογούνται ~ τον 4ο αιώνα (or στον 4ο αιώνα)
  • ⓠ for:
    • ~ καιρό, χρόνια for some time, many years now |
    • βρέχει ~ ώρα |
    • η Aττική έλαμπε για πρώτη φορά ~ μήνες (Roufos)
  • ⑤ w. C than:
    • περισσότερο ~ more than |
    • ακριβότερο ~ ποτέ more expensive than ever |
    • ήρθε νωρίτερα ~ συνήθως |
    • είναι πιο όμορφη απ' όλες |
    • το χωριό ήταν πιο κοντά απ' ό,τι πιστεύαμε (Myriv)
  • ⓡ w. άλλος except, beside, but (near-syn παρά):
    • δεν κάνει άλλο ~ το να κοιτάζει τηλεόραση |
    • δεν έχομε άλλο μέσο για να εξηγήσομε τα πράγματα ~ την έρευνα (Tatakis)
  • ⑥ w. relation to, as for, concerning, regarding, about:
    • ~ φαΐ είμαστε εντάξει as far as food is concerned, we 're fine |
    • πώς πάτε ~ λεφτά; how are you for money? |
    • τι έχετε ~ φρούτα; what have you got in the way of fruits? |
    • ~ παράστημα δεν είχαμε με τα κορίτσια τόση επιτυχία, όση με τους άντρες (Melas) |
    • ξέρω ~ θάλασσα, θάνατο, πόνο |
    • ο ραγιάς ~ πολεμική είχε σκοτάδι (Prevelakis, adapted) |
    • οι φιλόσοφοι δεν καταλαβαίνουν ~ ποίηση (Tsatsos)
  • ⓢ in:
    • είναι τυφλός ~ το ένα μάτι he is blind in one eye
  • ⑦ on:
    • έγραψε κι απ' τις δυο μεριές του φύλλου |
    • ~ την ανάποδη (s. η ανάποδη) |
    • phr ~ τη μια (μεριά, πλευρά) .. ~ την άλλη (μεριά, πλευρά) on the one hand .. on the other hand (s. η άλλη 3) |
    • ο άνθρωπος σφάζει τα ζώα για να τρέφεται ~ τη σάρκα τους (Papanoutsos, adapted)
  • ⓣ (relationship) on the side of:
    • είμαστε συγγενείς ~ τον πατέρα μου |
    • ήτανε θειος της ~ μάνα (Prevelakis)
  • ⑧ indicating distribution or allocation (near-syn ανά 2):
    • έφερε ~ ένα δώρο στον καθένα |
    • οι άντρες ήπιαν κι ~ δυο τρία κονιάκ (Chourmouziadis) |
    • τα μαλλιά είναι χυμένα σε μακριούς βοστρύχους, ~ τρεις δεξιά και αριστερά του λαιμού (Brouskari)
  • ⑨ following adverb:
    • απάνω, απέναντι, γύρω, έξω, μακριά, μπροστά ~ το σπίτι |
    • κάτω, πίσω ~ το κρεβάτι |
    • δυτικά ~το βουνό |
    • δέκα μίλια πριν ~ το Σούνιο |
    • έλα ύστερα ~ το φαγητό |
    • το έβγαλε μέσ' ~ το συρτάρι |
    • εκτός ~ σπάνιες περιπτώσεις, οι εργάτες δουλεύουν με ζήλο

[fr postmed από ← MG, PatrG ← K (also pap), AG]

απο- [apó] (& απ-) pref
  • w. cpd verbs, nouns, adjs, advs and denoting source, cause, completion, posteriority, the contrary etc:
    • απαβγουλιάζω, απαδειάζω, απακουμπώ, απακουστός, απάλαφρος, απαλωνιά, απάμπελο, απεντόμευση, αποβαλκανισμός, αποβαστώ, αποβλογώ, αποβοήθειο, αποβύζι, απογεμάτος, απόγυρα, απόγωνος, αποδαύτος, αποδένω, αποζούμι, αποζυγώνω, απόηχο, αποθάβω, αποθαρρεύω απόθερα, αποκαΐδι, αποκατουρώ, απόκαυτρο, αποκλάδι, αποκουρεύω, αποκουταίνω, αποκρέβατος, αποκρυώνω, απολούθε, απομάζωμα, απόμαλλο, απομεσήμερο, απομύλι, απομωραίνω, απονασεροποίηση, αποξεχνώ, αποξημέρωμα, απόπερα, αποπέφτω, αποπιάνω, αποπροσωποποίηση, αποπύρι, αποράβω, αποσαπίζω, αποσάπουνο, αποσκάζω, αποσκεπάζω, απόσκιος, απόσπερα, απόπαχνο, αποπηγαίνω, αποσταλινικοποίηση, αποστάφυλα, αποστερεύω, αποστοματίζω, απόστραβος, αποστρατιωτικοποίηση, απόσυκο, απόσχολα, αποταχιά, αποτραβώ, αποτρελαίνω, απόφλουδο, αποφόρι, απόφωτα, αποχτενίδια etc.
από αμνημονεύτων χρόνων [apó amnimonéfton xrónon] adv phr (L)
  • fr time immemorial:
    • η οικογένειά μας είναι εγκαταστημένη εδώ ~~~

[fr kath ← MG (pap 6th c.) εξ αμνημονεύτου χρόνου]

από ανέκαθεν [apó anékaθen] adv phr (also less freq από ανέκαθε) (L)
  • fr the beginning, always (syn ανέκαθεν b, απανέκαθεν):
    • ~~ τους έδερνε μαύρη τεμπελιά (Karagatsis)

[fr kath ανέκαθεν ← K, AG]

αποανθρωπισμένος, -η, -ο [apoanθropizménos] (L)
  • having lost the human element, dehumanized (ant εξανθρωπισμένος):
    • η σύγχρονη αποανθρωπισμένη τέχνη διαμαρτύρεται για την αποξένωση του ανθρώπου (Dizikirikis)

[neol der of *αποανθρωπίζω; cf Eng dehumanized]

αποανθρωπισμός [apoanθropizmós] ο, (L)
  • dehumanization (syn απανθρωπισμός):
    • η επιστημονική γνώση οδηγεί στον αποανθρωπισμό (Dizikirikis)

[neol der of *αποανθρωπίζω; cf Eng dehumanization]

αποαποικιοποίηση [apoapiciopíisi] η, (L)
  • decolonization (ant αποικιοποίηση, αποίκιση, αποικισμός):
    • οι τυχοδιώκτες των τροπικών είναι οι αντιήρωες της αποαποικιοποίησης

[neol cpd w. αποικιοποίηση, calqued on Eng decolonization or Fr décolonisation]

αποαρρενοποίηση [apoarenopíisi] η, (L)
  • emasculation, castration (syn ευνουχισμός)

[neol, calqued on Fr émasculation or Eng emasculation]

αποατομίκευση [apoatomícefsi] η, (L)
  • removal or loss of individuality, deindividualization, depersonalization (ant ατομίκευση):
    • ~ της σκέψης σημαίνει επιστήμη (Tsatsos)

[cpd w. ατομίκευση]

αποατομικεύω [apoatomicévo] aor subj αποατομικεύσω(L)
  • remove the individuality fr s.o., deindividualize, depersonalize (ant ατομικεύω):
    • χρέος μας είναι να αποατομικεύσομε τον άνθρωπο, για να τον πλησιάσομε στο θεό (Tsatsos)

[cpd w. ατομικεύω]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...204   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες