Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποφώλιος
1 εγγραφή
αποφώλιος, -α, -ο [apofόlios] (L)
  • hideous, frightful, monstrous (syn in απαίσιος 2):
    • αποφώλιο τέρας

[fr kath αποφώλιος ← MG (4th c.), K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες