Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποφώλιος, -α, -ο [apofόlios] (L)
- hideous, frightful, monstrous (syn in απαίσιος 2):
- αποφώλιο τέρας
[fr kath αποφώλιος ← MG (4th c.), K, AG]
- hideous, frightful, monstrous (syn in απαίσιος 2):