Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποσχισμένος, -η, -ο [aposçizménos] (L)
- having seceded or defected:
- αποσχισμένη ομάδα (κόμματος) splinter group (of a party) |
- αυτό το πρόβλημα βασανίζει τους αποσχισμένους κομμουνιστές (Theotokas)
[ppp οf αποσχισμένος]
- having seceded or defected: