Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσχισμένος
1 εγγραφή
αποσχισμένος, -η, -ο [aposçizménos] (L)
  • having seceded or defected:
    • αποσχισμένη ομάδα (κόμματος) splinter group (of a party) |
    • αυτό το πρόβλημα βασανίζει τους αποσχισμένους κομμουνιστές (Theotokas)

[ppp οf αποσχισμένος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες