Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποστρέφω [apostréfo] ipf απόστρεφα (& απέστρεφα), aor απόστρεψα (& απέστρεψα; subj αποστρέψω), pf & plupf έχω-είχα αποστρέψει, mediop αποστρέφομαι, ipf αποστρεφόμουν, aor αποστράφηκα (subj αποστραφώ) (L)
- ① turn away, avert (near-syn στρέφω):
- απέστρεψε επιδεικτικά το πρόσωπο και τάχυνε το βήμα (Xenop) |
- απόστρεψε με φρίκη το κεφάλι, βλέποντας το μπλε χρώμα στην όψη του σκοτωμένου (TAthanasiadis) |
- έριξε μια ματιά στον καθρέφτη, μα απόστρεψε σχεδόν αμέσως το βλέμμα του (Tachtsis) |
- όταν η μητέρα την φιλούσε στο μέτωπο, έβαζε όλη της τη θέληση για να μην αποστρέψει το πρόσωπό της (Karagatsis)
- ⓐ fig phr ~ το πρόσωπο από κτ turn one's face away fr sth, shut one's eyes to, turn away fr sth, ignore:
- αποστρέφουμε το πρόσωπο από τα αδύνατα σημεία μας (Palaiologos) |
- η ψυχή αποστρέφει το πρόσωπό της από τα θεάματα της γύρω της πραγματικότητας (Mourelos) |
- απόστρεφε το πρόσωπο από τα πάθη (Papanoutsos)
- ⓑ turn one's back upon, abandon, forsake (syn εγκαταλείπω):
- οι θεοί απόστρεφαν το πρόσωπό τους από τη γης (Kazantz) |
- αναρωτιόταν μήπως απόστρεψε η Θεοτόκος το πρόσωπό της απ' αυτόν (Bastias) |
- η ποίηση αποστρέφει το πρόσωπο από τον πόθο της τον πρώτο (Dimaras)
- ② mi αποστρέφομαι loathe, detest, abhor, despise (syn απεχθάνομαι L, σιχαίνομαι):
- αποστρέφομαι τη γραμματική, το διάβασμα, την εργασία, τα μαθηματικά |
- αποστρέφομαι το άσχημο, το κακό, την υποκρισία, το ψέμα |
- αποστράφηκε τα κορίτσια της αριστοκρατίας (Xenop) |
- η φύση αποστρέφεται το κενό (Melas) |
- ο συγγραφέας αποστρέφεται, αλλ' αναγκάζεται να δεχθεί τη διαφημιστική τυμπανοκρουσία των εκδοτών του (Papanoutsos) |
- αποστρεφόταν τη γεύση της αμαρτίας (Panagiotop) |
- poem .. αποστράφηκα | την κάθε απόλαυσην ερώτων της ρουτίνας (Kavafis)
[fr postmed, MG αποστρέφω ← PatrG, K (also pap), AG]
- ① turn away, avert (near-syn στρέφω):