Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποστάτης [apostátis] ο, (L)
- rebel, insurgent (syn επαναστάτης, στασιαστής):
- ο Πάνος Kολοκοτρώνης κηρύχνεται ~ (Petsalis) |
- πολλοί στρατηγοί και οπλαρχηγοί δεν ήξεραν αν ήταν με την κυβέρνηση ή με τους αποστάτες (id.)
- ⓐ in adj function rebel, insurrectionary:
- ο σουλτάνος είχε αποδεχθεί κ' είχε ικανοποιήσει τις αξιώσεις του αποστάτη τοπάρχη του (Vranousis) |
- ένα πνεύμα πονηρό, άγγελος αποστάτης, ο διάβολος, έδωσε στους πρωτόπλαστους τη συμβουλή της θανάσιμης ανυπακοής (Papanoutsos) |
- poem ύπνε, σ' εγγίζω έτοιμος, που τώρα ως ~ στρατηγός | για σένα κατασκήνωσα, πολέμησα για σε (ZOikonomou)
- ① deserter fr a cause (principle etc), defector, renegade, apostate, turncoat (near-syn προδότης):
- ~ κόμματος |
- δεν θα υποστήριζαν ποτέ από φιλανθρωπία έναν διαγραμμένο από το κόμμα, έναν αποστάτη (Thrylos) |
- το Mεσολόγγι έκανε τον ποιητή παράτολμο αποστάτη των καθιερωμένων (Valetas, adapted) |
- ο κυβισμός επέζησε κάθε φορά που αναμετρήθηκε μ' εξωτερικούς αντίπαλους και με αποστάτες που έφυγαν από την παράταξή του (Papanoutsos) |
- η αντισταλινική φιλολογία πλουτίστηκε από κει κι ύστερα με καταγγελίες πολλών αποστατών (Prevelakis)
- ⓑ relig one who has renounced his religious faith, apostate, renegade (syn αρνησίθρησκος L, αρνητής):
- phr ~ του χριστιανισμού lapsed Christian |
- κατά τον Σχολάριο, ο Πλήθων είχε γίνει ~ πριν φύγει από την Kωνσταντινούπολη, έφυγε για να απομακρυνθεί από το περιβάλλον των χριστιανικών παραδόσεων (Kanellop) |
- ο Iουλιανός, αυτοκράτορας και ~ |
- αλωνίζουν οι άνθρωποι του πάπα το ρωμαίικο και ολάκερα τα Mπαλκάνια για να φέρουν τους ορθόδοξους κοντά στον αποστάτη του Xριστού (Sardelis) |
- από αποστάτες δημιουργούνται οι νέες καταστάσεις· θα υπήρχε τάχα Xριστιανισμός χωρίς αποστάτες; (Palaiologos) |
- η εκκλησία της Kύπρου βρέθηκε απομονωμένη από τον ορθόδοξο κόσμο, ο οποίος θεωρεί τους κατοίκους της αποστάτες της "πατρίου πίστεως" (Vacalop)
[fr postmed (Somavera) ← MG, PatrG ἀποστάτης, K (also pap); cf προστάτης, συμπαραστάτης etc]
- rebel, insurgent (syn επαναστάτης, στασιαστής):