Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσκιαδερός
1 εγγραφή
αποσκιαδερός, -ή, -ό [aposca∂erós] region. (Pelop) & lit
  • ① shaded (syn αποσκιερός 1, απόσκιος2 1, ant προσηλιακός, προσήλιος):
    • poem στην αποσκιαδερή μεριά και στην προσηλιακή του | χιλιόκλωνος, μυριόριζος ο πλάτανος φουντώνει (Gryparis)
  • ② pl-n αποσκιαδερή Mάνη part of Mani which is shaded by Mount Taygetus, western Mani (syn αποσκιερή, δυτική, ant προσηλιακή):
    • ερχόντουσαν δυο Mανιάτες, ένας από την προσηλιανή Mάνη, την καθαυτού κ' ένας απ' την αποσκιαδερή, τη δυτική Mάνη (Petsalis)

[der of dial αποσκιάδα w. suff -ερός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες