Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποσιωπώμενος, -η, -ο [aposiopómenos] (L)
- being hushed up or covered up:
- αποσιωπώμενα ανομήματα
[fr kath αποσιωπώμενος, prpp of αποσιωπώ]
- being hushed up or covered up: