Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσιωπώμενος
1 εγγραφή
αποσιωπώμενος, -η, -ο [aposiopómenos] (L)
  • being hushed up or covered up:
    • αποσιωπώμενα ανομήματα

[fr kath αποσιωπώμενος, prpp of αποσιωπώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες