Greek-English Dictionary (Georgakas)
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αποπληρώνω [apopliróno] (L) (& D αποπλερώνω), aor αποπλήρωσα (subj αποπληρώσω), mediop αποπληρώνομαι, aor subj αποπληρωθώ, pf & plupf έχω-είχα αποπληρωθεί
- ① carry through, complete (syn ολοκληρώνω, συμπληρώνω):
- ζητάει να εισπράξει κέρδη από εργασίες, που δεν έχουν αποπληρωθεί (PSolomos)
- ⓐ mi αποπληρώνομαι fig become complete, develop fully, grow up (syn ολοκληρώνομαι):
- δύο ανθρώπινα όντα με διαφορετικό εσωτερικό βίο, ας έχουν αποπληρωθεί και γεράσει μέσα στο ίδιο σπίτι, ζουν σε διαφορετικούς υπαρξιακούς χρόνους (Papanoutsos)
- ② fulfil, satisfy (syn ικανοποιώ):
- η ενότητα αυτή είναι ικανή ν' αποπληρώσει τις βαθύτερες πνευματικές απαιτήσεις μας (Panagiotop, adapted) |
- επιδίωξη της τέχνης δεν είναι μόνο ν' αποπληρωθεί ή ν' αναπληρωθεί η ζωή μας μ' ένα πνευματικό έργο (Papanoutsos)
- ③ finish paying, pay off (syn ξεπληρώνω):
- δεν αποπλέρωσε τα δανεικά ακόμη |
- εξαρτάται .. αν δεχτεί αυτός να μας στείλει κι άλλο πράμα πριν του αποπληρώσουμε τούτο δω (Xenop) |
- το χρέος μου απέναντί του τίποτα δεν μπορεί να το πει, πολύ λιγότερο να το αποπληρώσει (Andronikos)
[fr postmed, MG αποπληρώνω ← PatrG, K (also pap), AG ἀποπληρῶ (-όω)]
- ① carry through, complete (syn ολοκληρώνω, συμπληρώνω):



