Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποπαστρεύω
1 εγγραφή
αποπαστρεύω [apopastrévo] aor αποπάστρεψα
  • clean thoroughly:
    • αποπάστρεψε την κουζίνα της

[cpd w. παστρεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες