Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απονόψυχος
1 εγγραφή
απονόψυχος, -η, -ο [aponópsixos] region.
  • heartless, pitiless, cruel (syn αλύπητος 2)

[cpd of άπονος & ψυχή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες