Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απομάσσω [apomáso] aor subj απομάξω, (L)
- wipe off (syn region. αποσφουγγίζω, σφουγγίζω):
- δεν είχε λόγο η βασίλισσα να απομάσσει με τα μαλλιά της το αίμα, που έτρεχε απ' την πληγή του (Roussos)
[fr kath απομάσσω ← MG ← K (also pap), AG]
- wipe off (syn region. αποσφουγγίζω, σφουγγίζω):