Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απομάσσω
1 εγγραφή
απομάσσω [apomáso] aor subj απομάξω, (L)
  • wipe off (syn region. αποσφουγγίζω, σφουγγίζω):
    • δεν είχε λόγο η βασίλισσα να απομάσσει με τα μαλλιά της το αίμα, που έτρεχε απ' την πληγή του (Roussos)

[fr kath απομάσσω ← MG ← K (also pap), AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες