Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποθηρίωση
1 εγγραφή
αποθηρίωση [apoθiríosi] η, (L)
  • ① making or becoming brutish, brutalization (syn αποκτήνωση)
  • ② infuriation, enraging (syn εξαγρίωση)

[fr kath αποθηρίωσις ← K]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες