Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποθαρρύνω
1 εγγραφή
αποθαρρύνω [apoθaríno] aor αποθάρρυνα (subj αποθαρρύνω), mediop αποθαρρύνομαι, ipf αποθαρρυνόμουν, aor αποθαρρύνθηκα (subj αποθαρρυνθώ), pf & plupf έχω-είχα αποθαρρυνθεί (L)
  • ① discourage, dishearten, dispirit (syn απελπίζω 1, αποθαρρεύω 1, αποκαρδιώνω 1):
    • οι ειδήσεις, οι συνθήκες μάς αποθάρρυναν |
    • η ελπίδα που διαψεύστηκε καταθλίβει και αποθαρρύνει (Vrettakos) |
    • ο χαμός τόσων νέων αποθαρρύνει τον συνταγματάρχη (ChZalokostas)
  • ② discourage, deter, daunt (ant ενθαρρύνω):
    • ~ τις ενέργειες του δείνα |
    • οι ειδικές κλειδαριές αποθαρρύνουν τους διαρρήκτες |
    • η κυβέρνηση αποθαρρύνει τους επενδυτές |
    • τα σχολικά βιβλία αποθαρρύνουν το ζήλο για τη συνέχιση των σπουδών |
    • ο φραγμός της καθαρεύουσας αποθαρρύνει τον σημερινό αναγνώστη (Dimaras) |
    • οι ρεκλάμες μάς κυνηγούν με μια επιμονή, που τίποτα δεν την αποθαρρύνει (Ouranis) |
    • η αγορανομία αποθαρρύνει τη διάδοση των ελληνικών κρασιών (PSolomos) |
    • ο σύγχρονος άνθρωπος δεν αποθαρρύνεται αλλά, αντίθετα, ενθαρρύνεται να καταναλώνει βούτυρο (Peponis)
  • ③ mi αποθαρρύνομαι lose heart, be discouraged or dispirited (syn αποθαρρώ):
    • γράφει χωρίς ν' αποθαρρύνεται για την κακοτυχιά της (Athanasiadis-N) |
    • τα παιδιά μαθαίνουν να δέχονται την ήττα τους χωρίς ν' αποθαρρύνονται (Tsiantas) |
    • προσπαθεί να μη στοχάζεται, για να μην αποθαρρυνθεί ολότελα (Panagiotop) |
    • το έθνος είχε αποθαρρυνθεί από την πτώση του Mεσολογγίου (ChZalokostas)

[fr kath (neol Koumanoudis) αποθαρρύνω, cpd w. θαρρύνω; cf LK ἀποθαρρύνω 'encourage']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες