Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποθαρρημένος, -η, -ο [apoθariménos] (sp. also αποθαρρυμένος)
- :
- αποθαρρημένη διαδήλωση, αποθαρρημένα παιδιά |
- κόμμα διαιρεμένο και αποθαρρημένο |
- ο αγώνας άρχισε μέσα σ' έναν κόσμο αποθαρρημένο από ένα μεγάλο πόλεμο (Terzakis) |
- άφησε τον ώμο να πέσει με μια κίνηση αποθαρρημένη (KPolitis) |
- είναι κορίτσια αποθαρρημένα, που δεν προοδεύουν σε κανένα μάθημα (KPapa)
[ppp of αποθαρρώ blended w. ppp of αποθαρρύνω]