Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απηδαλιούχητος, -η, -ο [api∂aliúçitos] (L)
- helmless, rudderless, ungoverned (syn ακυβέρνητος 1):
- το σκάφος βρέθηκε απηδαλιούχητο
[fr kath (neol Koumanoudis) απηδαλιούχητος, cpd w. *πηδαλιουχητός (: πηδαλιουχώ)]
- helmless, rudderless, ungoverned (syn ακυβέρνητος 1):



