Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απεσταλμένος
2 εγγραφές [1 - 2]
απεσταλμένος1 [apestalménos] ο, (& αποσταλμένος) (L)
  • emissary, envoy, representative, delegate (near-syn αντιπρόσωπος 1):
    • επίσημος ~ |
    • ~ του αυτοκράτορα, του Bατικανού, της Bενετιάς, του μητροπολίτη, του Στρατηγείου |
    • δέχομαι, διώχνω, στέλνω απεσταλμένους |
    • αυτές οι αίθουσες είδαν σοφούς αυτοκράτορες και λαμπροστόλιστους απεσταλμένους (Charis) |
    • διάβηκε την Kίνα με όλες τις τιμές που αρμόζουν σε μεγάλο αποσταλμένο φιλικού βασίλειου (EKazantz) |
    • στο Άργος συνεδριάζουν οι πληρεξούσιοι, οι απεσταλμένοι του λαού (Petsalis) |
    • τον λογιάζουν του θεού πως είναι ~(Sardelis)
  • ⓐ journ correspondent:
    • έκτακτος, μόνιμος ~ |
    • η ερώτηση αυτή υποβλήθηκε στο Mακαριότατο κατά την πρώτη του επαφή με τους απεσταλμένους του αθηναϊκού τύπου (Palaiologos) |
    • το βιβλιαράκι θυμίζει ένα ρεπορτάζ ειδικού απεσταλμένου στο μέτωπο (Tsirpanlis)

[fr kath substantiv. απεσταλμένος ← MG απεσταλμένος / αποσταλμένος ← PatrG (3rd c.) ἀπεσταλμένος]

απεσταλμένος2, -η, -ο [apestalménos] (& αποσταλμένος) (L)
  • sent or dispatched (on some mission or service), delegated (near-syn σταλμένος):
    • η Aγία Eλένη εμφανίζεται απεσταλμένη από τη θεία πρόνοια |
    • το υπουργείο τούς αποκρίθηκε, να μην πειραχτεί στο παραμικρό ο θεός (sc the statue of a god), ίσαμε που να 'ρθει ο αποσταλμένος αρχαιολόγος (Panagiotop)

[fr kath απεσταλμένος ← MG απεσταλμένος / αποσταλμένος ← PatrG ἀπεσταλμένος, ppp of AG (+) ἀποστέλλω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες