Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απεριτείχιστος
1 εγγραφή
απεριτείχιστος, -η, -ο [aperitíçistos] (L)
  • not surrounded or protected by walls, unwalled (syn ατείχιστος, ant περιτειχισμένος):
    • απεριτείχιστη κώμη, πόλη, απεριτείχιστο λιμάνι

[fr kath (neol Koumanoudis) απεριτείχιστος, cpd w. *περιτειχιστός (: περιτειχίζω); cf ατείχιστος, θεοτείχιστος etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες