Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απερίπαικτος
1 εγγραφή
απερίπαικτος, -η, -ο [aperípektos] (& απερίπαιχτος) (L)
  • not made fun of, unmocked, unscoffed at (near-syn ακαταγέλαστος)

[cpd w. *περιπαικτός (: περιπαίζω); cf το ανέμπαικτον (4th c. AD) and ModG περιπαιχτικός (fr περιπαικτ-ικός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες