Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απερίπαικτος, -η, -ο [aperípektos] (& απερίπαιχτος) (L)
- not made fun of, unmocked, unscoffed at (near-syn ακαταγέλαστος)
[cpd w. *περιπαικτός (: περιπαίζω); cf το ανέμπαικτον (4th c. AD) and ModG περιπαιχτικός (fr περιπαικτ-ικός)]