Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απελπιστικώς [apelpistikós] (L)
- hopelessly, lamentably (syn απελπιστικά):
- όλα τα γυναίκεια κορμιά ηδονίζονται με τον ~ ίδιο τρόπο (Karagatsis)
[fr kath (neol Koumanoudis) απελπιστικώς]
- hopelessly, lamentably (syn απελπιστικά):