Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απελαύνω [apelávno] aor απέλασα (subj απελάσω), pass απελαύνομαι, aor απελάθηκα (subj απελαθώ), pf & plupf έχω-είχα απελαθεί (L)
- ① deport, expel:
- οι αρχές απέλασαν έξι ξένους δημοσιογράφους |
- ο πατέρας του απελάθηκε σαν Έλληνας υπήκοος από τις τουρκικές αρχές |
- αν ξαναδημιουργήσετε επεισόδια, θα σας απελάσουμε από τη Γαλλία (Karagatsis) |
- δύσκολες συνθήκες για τους ομογενείς που όταν δεν απελαύνονται φεύγουν μόνοι (Palaiologos)
- ② displace, banish, exile (syn εκτοπίζω, εξορίζω):
- αφήκε την οικογένειά του, που είχε απελαθεί από την Aθήνα στην Aίγινα (Kanellop) |
- μέθυσε στα καταγώγια όλης της Iταλίας και απελάθηκε από διάφορες πολιτείες (Theotokas)
[fr kath απελαύνω ← MG (6th c.), PatrG ← K (also pap), AG]
- ① deport, expel: