Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαυτώνω
1 εγγραφή
απαυτώνω [apaftóno] &, αυτώνω, ipf απαύτωνα, aor απαύτωσα (subj απαυτώσω)
  • ① verb of cover meaning used instead of any verb the speaker fails to remember or avoids using, do that or sth (to) (syn αυτώνω, τετοιώνω):
    • απαύτωσε το φούρνο για να ψήσουμε |
    • μην απαυτώνεις έτσι τη μηχανή, θα χαλάσει
  • ② specif for taboo verbs, e.g. copulate w., fuck (syn γαμώ, of animals πηδώ):
    • του μίλαγε για το βαρβάτο γαϊδούρι που θα παύτωνε τις φοράδες (Sevastakis) |
    • τι διαφέρει ο άντρας που απαυτώνει τον καλόγερο για λεφτά απ' τη γυναίκα που πουλάει το κορμί της; (Tachtsis)
  • ⓐ defecate, shit (syn χέζω):
    • prov είπαν της γριάς ν' απαυτώσει και αυτή κάθισε και το παράκαμε

[der of απαυτός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες