Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαυδημένα
1 εγγραφή
απαυδημένα [apav∂iména] adv (& απαυδισμένα) (L)
  • ① in a fatigued or disheartened manner, wearily (near-syn κουρασμένα):
    • poem τώρα η καρδιά διστάζει ~ | κάθε που νέες χαρές την προσκαλούν (Zotos)
  • ② impatiently, irritably (syn ανυπόμονα 2b):
    • "βρε τι λες;" με ρωτάει τέλος ~, "μεθυσμένος είσαι;" (Terzakis)

[der of απαυδημένος2 bes απαυδισμένος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες